ακροαματική διαδικασία

ακροαματική διαδικασία
Νομικός όρος που κατά τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, τείνει να πάρει τη θέση του όρου δίκη. Σημαίνει τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, κυρίως ποινικής, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο (βλ. λ.). Η α.δ. αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και την πιο ουσιαστική έκφραση της συνταγματικής επιταγής να είναι δημόσιες οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 93 του Συντάγματος του 1975. Είναι η μεγαλύτερη εγγύηση για τον κατηγορούμενο και για τον δικαστή, αλλά και για όλους τους άλλους παράγοντες της δίκης. Με την α.δ. εξασφαλίζεται η βοήθεια του λαϊκού αισθήματος της δικαιοσύνης σε μια τόσο δύσκολη υπόθεση όπως είναι η δικαστική κρίση και παρέχονται εγγυήσεις αμεροληψίας. Οι λεπτομέρειες της α.δ. ρυθμίζονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο κεφάλαιο «Θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας». Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας, και οι αστικές δίκες γίνονται μπροστά σε ακροατήριο. Με μεγαλύτερη ευαισθησία όμως, αντιμετωπίζεται το θέμα στην ποινική δίκη. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, τόσο η συζήτηση της υπόθεσης όσο και η απαγγελία της απόφασης γίνονται δημόσια, μέσα σε ειδικές αίθουσες (καθορισμένες από πριν για κάθε είδος υπόθεσης), στις οποίες επιτρέπεται, και πρέπει να εξασφαλίζεται, η είσοδος σε όποιον επιθυμεί. Οι αποφάσεις όμως των πολυμελών δικαστηρίων καταρτίζονται σε μυστική διάσκεψη. Όταν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον, σε σημείο που να μην επαρκεί η αίθουσα για τον αριθμό των προσώπων που επιθυμούν να παρακολουθήσουν μια δίκη, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα, ορίζουν από την αρχή τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να μπουν, χωρίς να επιτρέπονται διακρίσεις, μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού αυτού. Εξαίρεση υπάρχει μόνο για ανήλικους μέχρι 17 ετών, στους οποίους μπορεί ο πρόεδρος του δικαστηρίου να απαγορεύσει την είσοδο, ενώ για πρόσωπα που εμποδίζουν τη διεξαγωγή της δίκης με θόρυβο ή άλλους τρόπους υπάρχουν σχετικές διατάξεις για την απομάκρυνση ή και τη δίωξή τους. Η παραβίαση των αρχών της α.δ. δημιουργεί ελάττωμα της δίκης και έναν από τους λόγους αναίρεσης της απόφασης. Απόκλιση από τις αρχές της α.δ. έχουμε στην περίπτωση που η συζήτηση γίνεται κεκλεισμένων των θυρών. Αυτό συμβαίνει όταν η δημοσιότητα της δίκης κρίνεται επιβλαβής για τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη. Στην περίπτωση όμως αυτή, το δικαστήριο οφείλει να εκδώσει απόφαση αιτιολογημένη και να την απαγγείλει σε δημόσια συνεδρίαση. Η ευχέρεια αυτή πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί μπορεί να καταλήξει σε παραβίαση μιας από τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές όπως είναι η δημοσιότητα της δίκης. Η α.δ. δεν εφαρμόζεται στα δικαστήρια των ανηλίκων, γιατί δεν συμβιβάζεται με τον σκοπό της δίκης, που είναι κυρίως η προστασία των ανηλίκων, οι οποίοι εκδηλώνουν αντικοινωνικό χαρακτήρα με την παραβίαση ενός ποινικού νόμου, και η αναμόρφωση του χαρακτήρα και των τάσεών τους.Οι εγγυήσεις όμως της α.δ. εξασφαλίζονται και εδώ με την παρουσία των κηδεμόνων και άλλων στενών συγγενών του κατηγορουμένου, των επιμελητών ανηλίκων κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δικαστικό Συμβούλιο — Συμβούλιο που λειτουργεί σε κάθε ποινικό δικαστήριο και έχει σημαντικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπάρχουν τα Δ.Σ. των πλημμελειοδικών, των Εφετών και του Αρείου Πάγου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας ως όργανα… …   Dictionary of Greek

  • ακροαματικός — ή, ό (Α ἀκροαματικός, ή, όν) αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία νεοελλ. (Νομ.) ακροαματική διαδικασία η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία αρχ. 1. ο ικανός να ακούει, να… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορούμενος — Χαρακτηρισμός του προσώπου εναντίον του οποίου ασκείται ποινική δίωξη ή του αποδίδεται αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης. Ο προσδιορισμός αυτός διατηρείται έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας και το αμετάκλητο κλείσιμό της, με …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • ακροαματικός — ή, ό 1. αυτός που προορίζεται για ακρόαση: Παρουσίασε μονάχα το ακροαματικό μέρος του έργου. 2. αυτός που γίνεται με την ακρόαση: Από την ακροαματική διαδικασία δεν αποδείχτηκε η ενοχή του κατηγορουμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”